Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Ποίηση Γιάννη Τσίγκρα (Πού σε πονεί και πού σε σφάζει...)


Η ΜΥΤΗ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
Μέσα στις ιστορίες σου,γιαγιά,
μου είχαν προσφερθεί μύρια ενδεχόμενα.
Στα δάση, κάθε ίσκιος ήταν ξωτικού,
ήξερα εγώ καλύτερα να πολεμώ,
στα πόδια κοριτσιών, γοβάκια να προβάρω,
αητόπουλο πώς να με φτάσουν
των χαλασμάτων μάγισσες και δράκοι.
Μόνο με το "ζήσαν αυτοί καλά,κι εμείς καλύτερα"
του τέλους,
θύμωνα γιατί έβλεπα,γιαγιά,τη μύτη σου
σαν του Πινόκιο να μεγαλώνει.
Α,πώς να καταλάβω ότι το 'λεγες από συμπόνια,
για το παιδί που θα'μενε ανερμάτιστο,
δίχως του παραμυθιού τις διεξόδους....
Γιάννης Τσίγκρας
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥ
Ο Πανάγος ήλθε απ'το χωριό του, το Πουρί, μ'ένα ζευγάρι αρβύλες
κι ένα στρατιωτικό αμπέχωνο-άρα είχε περάσει τα εικοσιδυό του,
όταν παίζαμε στις αλάνες, με μια ξεφούσκωτη μπάλα, "δεν είναι χέρ'
δω,δω,βρήκι η μπάλα"κι έπιανε με επίκυψη τ'άρβυλά του-σύντομα,
ο Πανάγος άφησε την παρέα,παντρέφτηκε την μια απ'τις δίδυμες
πτηνόμορφες που γεννήθηκαν και πέθαναν μαζί,ας την πούμε Τρισεύγενη
μια που ποτέ δεν μάθαμε τ'όνομά της.Στην έξοδο της,τα πιτσιρίκια φώναζαν
"έρχεται η Άννα Μαρία",
παίζονταν τότε στα ζουρνάλ ο γάμος του διαδόχου,
σε τρεις μέρες έδιωξαν το γαμπρό από το σπίτι.
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά,
ο Πανάγος φοράει ακόμη τις στρατιωτικές του αρβύλες,
με τα δάχτυλα έξω,
κατακαλόκαιρο, φοράει αρβύλες κι αμπέχωνο,κι έξω απ'το παλιό κοιμητήρι,
ζητιανεύει.
Από μας,επιδιώκει να μη τον κοιτάμε στα μάτια.
Γιάννης Τσίγκρας
ΤΟ 612 ΜΗΧΑΝΑΚΙ
Στα πελώρια (έτσι τα μορφώνουν οι απουσίες) δωμάτια
τριγυρνώ,φωνάζω τα ονόματά όσων έφυγαν κάποια νύχτα,
τους μιλώ, σα να'ναι παρόντες,απαντώ με τις δικές τους λέξεις,
τη δική τους χροιά,σέρνω τα βήματά τους,ανοίγω τη ντουλάπα,
κοιτάζομαι στους πελώριους καθρέφτες.
Έξω σβήνουν οι διάττοντες και παραμένει η σκληρή λευκότητα
των γιασεμιών.
Αν συναντήσω κάποιον θα τον ρωτήσω για τα μπαλκόνια
του Σείριου και του Αλντεμπαράν.
Προς το παρόν μιλώ σ'απόντες και
πράγματα αγαπημένα τους,το κάνιστρο
με τα πλαστικά φρούτα της Μαρίας, τη φωτογραφία της μάνας,
φαντάζομαι στο κέντρο του σαλονιού το υπ.αριθμ.612 μηχανάκι
του πατέρα,το κοπανέλι με τη δαντέλα της γιαγιάς.
Τα δωμάτια παραμένουν
γυμνά
και
κρύα.
,

Γιάννης Τσίγκρας

εκείνος να σου προσδιορίσει αν,
ενδεχομένως και πότε, έφυγες εσύ,
όπως, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όπου εικονίζονται
οι ζωντανοί, που αγνοείς αν ζουν ακόμη,
και οι πεθαμένοι πλάι-πλάι, και ψάχνεις να βρεις,
συ,ως παρατηρητής,αν ανήκεις σ'ένα τρίτο Κόσμο,
αν βρίσκεσαι ενδιάμεσα και τί σε περιμένει
-τη σειρά τη γνωρίζεις.
***
*****

ή στο νερό με τα πλαστικά,αλήθεια,γιατί μας έλκει
το απαγορευμένο; Παλιότερα,έβλεπες δεκάδες ποδήλατα,
τό ένα πάνω στο άλλο,κάτω απ'την ταμπελίτσα "απαγορεύται
η στάθμευσις ποδηλάτων",πώς εκπολιτιστίκαμε ξαφνικά
και χάθηκαν οι μικρές ταμπέλες "απαγορεύεται το ουρείν,
το πτύειν εντός του λεωφορείου,μην ομιλείτε εις τον οδηγόν",
χάθηκε και ο εισπράκτωρ που "φύεεε"φώναζε ή "τα κεφάλια μέσα",
αυτές τις απώλειες χωρεί ένα πακέτο,ο Κέρουακ έγραψε το "Στο δρόμο",
σ'ένα ρολό χαρτιού υγείας, τίποτε δεν καθαγιάζει τη λέξη,
μοιάζει να σπρώχνουμε το χρόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου